χειροκοπώ

χειροκοπώ
-έω, Α [χειροκόπος]
1. κόβω τα χέρια κάποιου («τοὺς συμμαχοῡντας τοῑς Φοίνιξι χειροκοπεῑν», Διόδ.)
2. (καταχρ.) τρίβω με το χέρι, μαλάσσω («χειροκοπεῑν τὸ αἰδοῑον», Αρτεμίδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χειροκοπῶ — χειροκοπέω cut off the hand of pres subj act 1st sg (attic epic doric) χειροκοπέω cut off the hand of pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροκόπησις — ήσεως, ἡ, Μ [χειροκοπῶ] η χειροκοπία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”